- περίλοιποι
- περίλοιποςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
остати — ОСТА|ТИ (285), НОУ, НЕТЬ гл. 1.Остаться гдел.: ихъже повелѣ келарю прѣдъложити на ˫адь. оставъшии тѹ братии. ЖФП XII, 51г; а самъ оста тъкъмо съ отрокы своими. СкБГ XII, 10г; Аще прилѹчитьсѧ въ ѥдинои епархии въ неиже множаиши еп(с)пи сѹть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek